- Διονυσιακούς
- Διονῡσιακούς , Διονυσιακόςbelonging to the Dionysiamasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHORUS — I. CHORUS pars Comediae, una ex accessoriis, inter actum et actum: vel pars est, post actum introducta cum concentu. Dicebatur autem sic primo, multitudo canentium saltantiumque cum tibicine: idque antiquitus circa aras Deûm, Virg. aen. l. 6. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… … Dictionary of Greek
Ηγήμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Θάσιος (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Κωμικός ποιητής και ηθοποιός της αρχαίας αττικής κωμωδίας. Ονομάστηκε εφευρέτης της παρωδίας, με την έννοια ότι για πρώτη φορά τη χρησιμοποίησε ως ιδιαίτερη λογοτεχνική μορφή με… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek